Anonymous

ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀργυρολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συγκεντρώνει φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]»].
|mltxt=ο (Α [[ἀργυρολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συγκεντρώνει φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
}}