Anonymous

διαπίμπλαμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
|lstext='''διαπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπίμπλᾰμαι:''' Παθ., είμαι αρκετά [[γεμάτος]], [[ξεχειλίζω]] από, <i>τινός</i>σε Θουκ.
}}
}}