3,256,628
edits
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[φασολιά]] και ο [[καρπός]] της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> παλαιό [[μεταγωγικό]] [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από [[καλάμι]] και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε [[μέγεθος]], με [[ιστιοφορία]] και [[πολλά]] [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια [[γλώσσα]] όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και το [[φυτό]] αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική [[άποψη]], να έχει κάποια [[σχέση]] με τη λ. [[φακός]] και τους άλλους συγγενείς τ. (<b>βλ. λ.</b> [[φακός]]). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i>)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />η [[φασολιά]] και ο [[καρπός]] της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> παλαιό [[μεταγωγικό]] [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από [[καλάμι]] και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε [[μέγεθος]], με [[ιστιοφορία]] και [[πολλά]] [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια [[γλώσσα]] όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και το [[φυτό]] αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική [[άποψη]], να έχει κάποια [[σχέση]] με τη λ. [[φακός]] και τους άλλους συγγενείς τ. (<b>βλ. λ.</b> [[φακός]]). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φάσηλος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> είδος φασολιού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απ' όπου, Λατ. phasēlus, ελαφρύ [[πλοιάριο]], [[λέμβος]], από την ομοιότητά του με [[φασόλι]] στο [[σχήμα]], σε Κάτουλ., Ρήτ. | |||
}} | }} |