Anonymous

κυανοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
|mltxt=[[κυανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ.
}}
}}