Anonymous

ἀποπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπήγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να παγώσει, [[παγώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) [[πήζω]] εντελώς.
|mltxt=[[ἀποπήγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να παγώσει, [[παγώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) [[πήζω]] εντελώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, κάνω [[κάτι]] να παγώσει, [[αποψύχω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μέλ. <i>-πᾰγήσομαι</i>, [[παγώνω]], ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το [[αίμα]], [[πήζω]], [[σχηματίζω]] θρόμβους, στον ίδ.
}}
}}