Anonymous

ἀποκερδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀποκερδαίνω]])<br />έχω [[κέρδος]], [[απολαμβάνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κατακτώ]], [[αποκτώ]].
|mltxt=(Α [[ἀποκερδαίνω]])<br />έχω [[κέρδος]], [[απολαμβάνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κατακτώ]], [[αποκτώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
}}
}}