Anonymous

ἀνθοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθοπλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[οπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου, [[επίσης]] οπλισμένου.
|mltxt=[[ἀνθοπλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[οπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου, [[επίσης]] οπλισμένου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[οπλίζω]] [[εναντίον]] — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.
}}
}}