Anonymous

ἀποβολή: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀποβολή]]) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]], [[απόρριψη]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η φωνολογική [[διαδικασία]] της πλήρους σίγησης φωνήματος [[μέσα]] στη [[λέξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποινή]] [[κατά]] την οποία [[μαθητής]] υποχρεώνεται να βγει από την [[τάξη]] ή [[άλλο]] [[άτομο]] από [[αίθουσα]] συνέλευσης κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> [[διακοπή]] της κυοφορίας [[πριν]] το [[έμβρυο]] γίνει βιώσιμο, [[δηλαδή]] ικανό να επιζήσει έξω από το μητρικό [[σώμα]]<br /><b>3.</b> το [[έμβρυο]] που έχει αποβληθεί<br /><b>4.</b> [[μικρόσωμος]] και [[καχεκτικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[απώλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να πετάξει [[κάποιος]] τα όπλα του.
|mltxt=η (AM [[ἀποβολή]]) [[αποβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]], [[απόρριψη]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η φωνολογική [[διαδικασία]] της πλήρους σίγησης φωνήματος [[μέσα]] στη [[λέξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποινή]] [[κατά]] την οποία [[μαθητής]] υποχρεώνεται να βγει από την [[τάξη]] ή [[άλλο]] [[άτομο]] από [[αίθουσα]] συνέλευσης κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> [[διακοπή]] της κυοφορίας [[πριν]] το [[έμβρυο]] γίνει βιώσιμο, [[δηλαδή]] ικανό να επιζήσει έξω από το μητρικό [[σώμα]]<br /><b>3.</b> το [[έμβρυο]] που έχει αποβληθεί<br /><b>4.</b> [[μικρόσωμος]] και [[καχεκτικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[απώλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να πετάξει [[κάποιος]] τα όπλα του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβολή:''' -ῆς, ἡ ([[ἀποβάλλω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απόρριψη]], [[πέταμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χάσιμο]], [[απώλεια]], Λατ. [[jactura]], στον ίδ.
}}
}}