Anonymous

ἀποτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτοξεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]] βέλη<br /><b>2.</b> [[εξακοντίζω]] [[κάτι]] σαν [[βέλος]] και [[κάνω]] τον συνομιλητή μου να τα χάσει.
|mltxt=[[ἀποτοξεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]] βέλη<br /><b>2.</b> [[εξακοντίζω]] [[κάτι]] σαν [[βέλος]] και [[κάνω]] τον συνομιλητή μου να τα χάσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εκτοξεύω]] βέλη, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] [[βέλος]] [[εναντίον]] κάποιου· μεταφ., [[εμβάλλω]] [[απορία]] σε κάποιον, <i>τινά τινι</i>, στον ίδ.
}}
}}