Anonymous

ἀπομερίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπομερίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]].
|mltxt=[[ἀπομερίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομερίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]] ή [[διακρίνω]] από μια [[πληθώρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀπομερίζω]] [[πρός]] ή [[ἐπί]] τι, [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]] κάποιον για κάποια [[υπηρεσία]], σε Πολύβ.· [[μεταδίδω]], [[χορηγώ]], στον ίδ.
}}
}}