Anonymous

ἀποχωλεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποχωλεύω]] (Α)<br />[[καθιστώ]] κάποιον εντελώς χωλό, αποκουτσαίνω.
|mltxt=[[ἀποχωλεύω]] (Α)<br />[[καθιστώ]] κάποιον εντελώς χωλό, αποκουτσαίνω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχωλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς χωλό, [[κουτσό]], σε Ξεν.
}}
}}