Anonymous

ἀρεσκεία: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀρέσκεια]])<br />[[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], [[προτίμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προσπαθεί [[κάποιος]] να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, η [[δουλοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]]) η καλή, η αρμόζουσα, η [[ηθική]] [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <i>αἱ ἀρέσκειαι</i><br />αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρεσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυταρέσκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαρέσκεια]], [[δυσαρέσκεια]], [[ευαρέσκεια]] [[φιλαρέσκεια]]].
|mltxt=η (AM [[ἀρέσκεια]])<br />[[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], [[προτίμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προσπαθεί [[κάποιος]] να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, η [[δουλοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον<br /><b>3.</b> (με καλή [[σημασία]]) η καλή, η αρμόζουσα, η [[ηθική]] [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <i>αἱ ἀρέσκειαι</i><br />αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρεσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυταρέσκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαρέσκεια]], [[δυσαρέσκεια]], [[ευαρέσκεια]] [[φιλαρέσκεια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρεσκεία:''' ἡ, η [[προθυμία]] κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον [[άλλο]] προκειμένου να φανεί [[αρεστός]], υπερβολική [[φιλοφροσύνη]], [[δουλοπρέπεια]], σε Αριστ.
}}
}}