3,274,313
edits
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α Ἀργεῑος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] του Άργους, Αργίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> <i>Ἀργεῑοι</i><br />Αχαιοί, Έλληνες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γη</i>)<br />η Αργολίδα. | |mltxt=-α, -ο (Α Ἀργεῑος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] του Άργους, Αργίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> <i>Ἀργεῑοι</i><br />Αχαιοί, Έλληνες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γη</i>)<br />η Αργολίδα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀργεῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται, κατάγεται από το Άργος, [[Αργείος]]· το <i>Ἀργεῖοι</i>, στον Όμηρ., όπως το <i>Ἀχαιοί</i>, λέγεται συνολικά για τους Έλληνες· <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), η Αργολίδα, σε Θουκ. | |||
}} | }} |