Anonymous

Ἀργεῖος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α Ἀργεῑος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] του Άργους, Αργίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> <i>Ἀργεῑοι</i><br />Αχαιοί, Έλληνες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γη</i>)<br />η Αργολίδα.
|mltxt=-α, -ο (Α Ἀργεῑος κ. Ἀργέιος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' το Άργός ή ανήκει σ' αυτό<br /><b>2.</b> [[κάτοικος]] του Άργους, Αργίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ. αρσ.</b> <i>Ἀργεῑοι</i><br />Αχαιοί, Έλληνες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γη</i>)<br />η Αργολίδα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἀργεῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται, κατάγεται από το Άργος, [[Αργείος]]· το <i>Ἀργεῖοι</i>, στον Όμηρ., όπως το <i>Ἀχαιοί</i>, λέγεται συνολικά για τους Έλληνες· <i>ἡ Ἀργεία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), η Αργολίδα, σε Θουκ.
}}
}}