3,253,730
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια). | |mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από [[ασήμι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |