Anonymous

ἄρεσκος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρέσκεια]], [[αρεσκόντως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρεσκεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτάρεσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπάρεσκος]], <i>ευάρεσκος</i>, [[οχλοάρεσκος]]].
|mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρέσκεια]], [[αρεσκόντως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρεσκεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτάρεσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπάρεσκος]], <i>ευάρεσκος</i>, [[οχλοάρεσκος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρεσκος:''' -η, -ον, αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[ευχάριστος]]· κατά κανόνα όμως με αρνητική [[σημασία]], [[χαμερπής]], [[δουλοπρεπής]], σε Αριστ., Θεόφρ.
}}
}}