Anonymous

ἀποστερητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστερητικός]], ή, -όν (Α)<br />αυτός που αποστερεί [[κάτι]] από κάποιον.
|mltxt=[[ἀποστερητικός]], ή, -όν (Α)<br />αυτός που αποστερεί [[κάτι]] από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστερητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[υπεξαίρεση]] ή [[εξαπάτηση]]· [[γνώμη]] ἀποστερητική τόκου, [[επινόηση]] που αποσκοπεί στην [[εξαπάτηση]] και την [[παρακράτηση]] του οφειλόμενου τόκου απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ. [[ἀποστερητρίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, στον ίδ.
}}
}}