Anonymous

ἀργία: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀργία]]) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[παύση]], [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], ιερωμένου με [[απαγόρευση]] να ιερουργεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημέρα]] αργίας, εορτάσιμη [[ημέρα]], [[εορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην εργάζεται [[κάποιος]], [[έλλειψη]] εργασίας, [[απραξία]] (γνωμ., «[[ἀργία]] [[μήτηρ]] πάσης κακίας»)<br /><b>2.</b> [[οκνηρία]], [[φυγοπονία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αργίαι</i><br />εορτάσιμες ημέρες, διακοπές.
|mltxt=η (AM [[ἀργία]]) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[παύση]], [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], ιερωμένου με [[απαγόρευση]] να ιερουργεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημέρα]] αργίας, εορτάσιμη [[ημέρα]], [[εορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην εργάζεται [[κάποιος]], [[έλλειψη]] εργασίας, [[απραξία]] (γνωμ., «[[ἀργία]] [[μήτηρ]] πάσης κακίας»)<br /><b>2.</b> [[οκνηρία]], [[φυγοπονία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αργίαι</i><br />εορτάσιμες ημέρες, διακοπές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργία:''' ἡ, = [[ἀεργία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αδράνεια]], [[ραθυμία]], [[νωχέλεια]], [[οκνηρία]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[ανάπαυση]], [[αναψυχή]], [[ανάπαυλα]]· <i>ἔργων</i>, από τη δουλειά, σε Πλάτ.
}}
}}