Anonymous

ἄρδις: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρδις]] (-εως), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[μύτη]], η [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> το [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) <i>aird</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ardi</i> -) «[[άκρη]], [[μύτη]], [[αιχμή]]», «[[σημείο]]», «[[κατεύθυνση]], [[τάση]]», <b>(γερμ.)</b> <i>erta</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>artjan</i>) (μσν. ινδ.) <i>ali</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>adi</i>, IE <i>rdi</i> -) «[[αράχνη]]» ή «[[σκορπιός]]»].
|mltxt=[[ἄρδις]] (-εως), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[μύτη]], η [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> το [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) <i>aird</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ardi</i> -) «[[άκρη]], [[μύτη]], [[αιχμή]]», «[[σημείο]]», «[[κατεύθυνση]], [[τάση]]», <b>(γερμ.)</b> <i>erta</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>artjan</i>) (μσν. ινδ.) <i>ali</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>adi</i>, IE <i>rdi</i> -) «[[αράχνη]]» ή «[[σκορπιός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρδις:''' ἡ, αιτ. <i>ἄρδιν</i>, Ιων. πληθ. [[ἄρδις]] [ῑ], γεν. <i>ἀρδέων</i>· [[αιχμή]] βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}