Anonymous

ἀρειά: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀρειή]].
|btext=v. [[ἀρειή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρειά:''' [ᾰρ], Ιων. [[ἀρειή]], ἡ ([[ἀρά]]), περιληπτικό ουσ., φοβέρες, εκφοβισμοί, απειλές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}