Anonymous

ἀργαλέος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργαλέος]], -α κ. -η, -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[οδυνηρός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλγάλεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]) με [[ανομοίωση]]. Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στο [[έπος]] χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ [[είναι]] σπανιότερος στην [[τραγωδία]] και στον πεζό λόγο].
|mltxt=[[ἀργαλέος]], -α κ. -η, -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[οδυνηρός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλγάλεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]) με [[ανομοίωση]]. Ο τ. απαντά [[κυρίως]] στο [[έπος]] χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ [[είναι]] σπανιότερος στην [[τραγωδία]] και στον πεζό λόγο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργᾰλέος:''' -α, -ον ([[ἄλγος]], όπως αν γραφόταν <i>ἀλγαλέος</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[επίπονος]], [[οδυνηρός]], [[τραχύς]], [[δύσκολος]], [[βαρύς]], Λατ. [[gravis]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· ἀργαλέον [[ἐστί]], με δοτ. και απαρ., μου είναι δύσκολο να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] με αιτ. και απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]], σε Θέογν., Αριστοφ.
}}
}}