Anonymous

ἄσαντος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κολακεύω]], [[θωπεύω]]»].
|mltxt=[[ἄσαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κολακεύω]], [[θωπεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσαντος:''' -ον ([[σαίνω]]), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, [[σκληρός]], [[άκαμπτος]], σε Αισχύλ.
}}
}}