Anonymous

ἀποστερητής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστερητής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποστερεί από κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κλέφτης]], [[άρπαγας]].
|mltxt=[[ἀποστερητής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποστερεί από κάποιον [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κλέφτης]], [[άρπαγας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστερητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αποστερεί, που υπεξαιρεί, [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Πλάτ.
}}
}}