Anonymous

ἀπρόθυμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόθῡμος:''' -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι [[έτοιμος]], απαράσκευος, [[ανέτοιμος]], [[διστακτικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}