Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκαρδάμυκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκαρδάμυκτος]], -ον (Α) [[σκαρδαμύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> [[ἀσκαρδαμυκτί]]<br />[[χωρίς]] να ανοιγοκλείνει [[κάποιος]] τα μάτια, ατενώς.
|mltxt=[[ἀσκαρδάμυκτος]], -ον (Α) [[σκαρδαμύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> [[ἀσκαρδαμυκτί]]<br />[[χωρίς]] να ανοιγοκλείνει [[κάποιος]] τα μάτια, ατενώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκαρδάμυκτος:''' -ον ([[σκαρδαμύσσω]]), αυτός που δεν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα, σε Αριστοφ.
}}
}}