Anonymous

ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπονίναμαι]] (Α)<br />ευχαριστιέμαι με [[κάτι]], [[απολαμβάνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ονίναμαι</i> «[[απολαμβάνω]] βοήθειας, ευχαριστιέμαι»].
|mltxt=[[ἀπονίναμαι]] (Α)<br />ευχαριστιέμαι με [[κάτι]], [[απολαμβάνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ονίναμαι</i> «[[απολαμβάνω]] βοήθειας, ευχαριστιέμαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ.
}}
}}