Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσχημάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό [[σχήμα]], [[αδιαμόρφωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] αναπτυχθεί εντελώς, [[αμέστωτος]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) [[ασυγκρότητος]], [[αδημιούργητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[ρητορική]]) ο [[χωρίς]] ρητορικά σχήματα, [[απλός]], [[απέριττος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσχημάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό [[σχήμα]], [[αδιαμόρφωτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] αναπτυχθεί εντελώς, [[αμέστωτος]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) [[ασυγκρότητος]], [[αδημιούργητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[ρητορική]]) ο [[χωρίς]] ρητορικά σχήματα, [[απλός]], [[απέριττος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχημάτιστος:''' -ον ([[σχηματίζω]]), αυτός που δεν έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]], σε Πλάτ.
}}
}}