Anonymous

ἄπταιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. άφταιστος, -η, -ο (AM [[ἄπταιστος]], -ον) [[πταίω]]<br /><b>1.</b> [[αλάνθαστος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] γλωσσικά σφάλματα<br /><b>2.</b> (για [[ενέργεια]]) [[άδολος]], [[αγνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σκοντάφτει<br /><b>2.</b> [[ανέπαφος]], [[άθικτος]], [[αναλλοίωτος]]<br /><b>3.</b> (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί [[ολίσθημα]].
|mltxt=κ. άφταιστος, -η, -ο (AM [[ἄπταιστος]], -ον) [[πταίω]]<br /><b>1.</b> [[αλάνθαστος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] γλωσσικά σφάλματα<br /><b>2.</b> (για [[ενέργεια]]) [[άδολος]], [[αγνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σκοντάφτει<br /><b>2.</b> [[ανέπαφος]], [[άθικτος]], [[αναλλοίωτος]]<br /><b>3.</b> (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί [[ολίσθημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπταιστος:''' -ον ([[πταίω]]), αυτός που δεν σκοντάφτει σε εμπόδια· <i>ἀπταιστότερος</i>, ο λιγότερο [[ευεπίφορος]] ή [[επιρρεπής]] στο να σκοντάφτει, σε Ξεν.
}}
}}