Anonymous

ἀσταθής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀσταθής]], -ές) [[ίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλει σκέψεις και αρχές.
|mltxt=-ές (AM [[ἀσταθής]], -ές) [[ίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλει σκέψεις και αρχές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστᾰθής:''' -ές ([[ἵσταμαι]]), [[ασταθής]], [[άστατος]], [[αβέβαιος]], σε Ανθ.
}}
}}