3,277,119
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσύφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεροκέφαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[πρόστυχος]], [[ποταπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[σοφός]], ενώ κατ' άλλους με τα [[Σίσυφος]] και [[σέσυφος]] «[[πανούργος]]» (<b>Ησύχ.</b>)]. | |mltxt=[[ἀσύφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεροκέφαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[πρόστυχος]], [[ποταπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[σοφός]], ενώ κατ' άλλους με τα [[Σίσυφος]] και [[σέσυφος]] «[[πανούργος]]» (<b>Ησύχ.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσύφηλος:''' [ῠ], -ον, [[μηδαμινός]], [[ποταπός]], [[πρόστυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |