ἀσύφηλος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσύφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεροκέφαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[πρόστυχος]], [[ποταπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[σοφός]], ενώ κατ' άλλους με τα [[Σίσυφος]] και [[σέσυφος]] «[[πανούργος]]» (<b>Ησύχ.</b>)].
|mltxt=[[ἀσύφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεροκέφαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[πρόστυχος]], [[ποταπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το [[σοφός]], ενώ κατ' άλλους με τα [[Σίσυφος]] και [[σέσυφος]] «[[πανούργος]]» (<b>Ησύχ.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύφηλος:''' [ῠ], -ον, [[μηδαμινός]], [[ποταπός]], [[πρόστυχος]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}