Anonymous

ἅρπη: Difference between revisions

From LSJ
288 bytes added ,  30 December 2018
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική [[αναλογία]] με το αρχ. σλαβ. <i>srŭpŭ</i> και το λεττ. <i>sirpis</i> «[[δρεπάνι]]», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. <i>sarpio</i> και <i>sarpo</i>, <i>sarpere</i> «[[κλαδεύω]]» και το αρχ. άνω γερμ. <i>sarf</i> «[[κοφτερός]], [[τραχύς]]». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, ενώ [[είναι]] δυνατόν να έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με την οικογ. του [[αρπάζω]]. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη [[σημασία]] της ως «[[δρεπάνι]]», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. [[δρέπανον]].
|mltxt=[[ἅρπη]], η (Α)<br /><b>1.</b> όνομα πτηνού<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική [[αναλογία]] με το αρχ. σλαβ. <i>srŭpŭ</i> και το λεττ. <i>sirpis</i> «[[δρεπάνι]]», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. <i>sarpio</i> και <i>sarpo</i>, <i>sarpere</i> «[[κλαδεύω]]» και το αρχ. άνω γερμ. <i>sarf</i> «[[κοφτερός]], [[τραχύς]]». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, ενώ [[είναι]] δυνατόν να έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με την οικογ. του [[αρπάζω]]. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη [[σημασία]] της ως «[[δρεπάνι]]», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. [[δρέπανον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅρπη:''' ἡ (βλ. [[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αρπακτικό [[πτηνό]], [[ικτίνος]], είδος γερακιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δρεπάνι]], = [[δρέπανον]], σε Ησίοδ.
}}
}}