Anonymous

ἀσυκοφάντητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυκοφάντητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συκοφαντηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυκοφάντητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συκοφαντηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσῡκοφάντητος:''' -ον ([[συκοφαντέω]]), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.
}}
}}