Anonymous

ἀστικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστικός]], -ή, -όν)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[άστυ]], στην [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αγαπά τη ζωή της πόλης<br /><b>2.</b> ο καλλιεργημένος, ο [[πολιτισμένος]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[αστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άστ</i>-<i>υ</i> (-<i>εως</i>) <span style="color: red;"><</span> [[αστός]]<br />η [[γραφή]] <i>αστυ</i>-<i>κός</i> ([[αντί]] <i>αστ</i>-<i>ικός</i>) [[είναι]] μεταγενέστερη].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστικός]], -ή, -όν)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[άστυ]], στην [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αγαπά τη ζωή της πόλης<br /><b>2.</b> ο καλλιεργημένος, ο [[πολιτισμένος]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[αστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άστ</i>-<i>υ</i> (-<i>εως</i>) <span style="color: red;"><</span> [[αστός]]<br />η [[γραφή]] <i>αστυ</i>-<i>κός</i> ([[αντί]] <i>αστ</i>-<i>ικός</i>) [[είναι]] μεταγενέστερη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστικός:''' -ή, -όν ([[ἄστυ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει σε [[πολιτεία]] ή πόλη, αντίθ. προς την [[εξοχή]], σε Αισχύλ.· τὰἀστικὰ [[Διονύσια]] (επίσης καλούνται τὰ κατ' [[ἄστυ]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀστεῖος]], [[ευγενικός]], όμορφος, [[ωραίος]], [[λεπτός]], [[χαριτωμένος]], <i>ἀστικά</i> (ως επίρρ.), σε Θεόκρ.
}}
}}