Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσύγκριτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγκριτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], ο [[απαράμιλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον, ο [[ανόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[ανταγωνιστικός]], [[εχθρικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύγκριτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], ο [[απαράμιλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον, ο [[ανόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[ανταγωνιστικός]], [[εχθρικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύγκρῐτος:''' -ον ([[συγκρίνω]]), αυτός που δεν συγκρίνεται, [[ανόμοιος]], σε Πλούτ.
}}
}}