3,274,823
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ομιλία]], ανθρώπινη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για το [[τόξο]], τη [[σάλπιγγα]], τον τζίτζικα) [[ήχος]], [[τριγμός]], [[κλαγγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]]<br /><b>4.</b> [[άσμα]], ωδή<br /><b>5.</b> [[φωνή]] του θεού, [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυδή]] (βασική [[σημασία]] «ανθρώπινη [[φωνή]]»), που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, χρησιμοποιείται κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[φωνή]] (λ. που [[επίσης]] αναφέρεται στη [[φωνή]] των ζώων) και <i>φθόγγο</i>. Ο τ. <i>αυδ</i>-<i>ή</i> αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ινδοευρ. ρίζας <i>a</i>-<i>wed</i>- / -<i>wed</i>- «[[μιλώ]], [[τραγουδώ]]» (ο [[τύπος]] <i>α</i>-<i>wed</i>- επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>wed</i>- με <i>α</i>- προθεματικό). Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] έχουν [[επίσης]] σχηματιστεί οι τύποι [[αηδών]] (στην εκτεταμένη [[μορφή]] <i>αFηδ</i>-), το <i>α</i>(<i>F</i>)[[είδω]], πιθ. το β' συνθετικό του κυρίου ονόματος <i>Ησίοδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>Foδ</i><i>ā</i>, <i>Fοδή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>wod</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wed</i>-) και, [[τέλος]], τα <i>ύδη</i>, [[υδέω]], <i>ύδω</i>, <i>ύδης</i> (<span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ud</i>-). Η [[ερμηνεία]] των «<i>γλωσσών</i>» του Ησυχίου «<i>γοδόν</i><br /><i>γόητα</i>» και «<i>γοδάν</i><br /><i>κλαίειν</i>» αντίστοιχα ως <i>Foδόv</i> και <i>Foδάν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>wod</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Foδ</i><i>ā</i>) δεν [[είναι]] [[καθολικά]] αποδεκτή. Επιχειρήθηκε [[ακόμη]] η [[ερμηνεία]] της σχέσεως [[αυδή]] - [[αείδω]] με [[βάση]] τη λαρυγγική [[θεωρία]], σύμφωνα με την οποία, και [[κατά]] το [[πρότυπο]] <i>αυγ</i>- / <i>αFεγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αύξω]], <i>aFέξω</i>), [[αυδή]] <span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2</sub><i>eu</i>-<i>d</i>- και <i>aFέδω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2</sub><i>u</i>-<i>ed</i>-. Η [[υπόθεση]] αυτή προκαλεί δυσχέρειες σχετικά με την [[ερμηνεία]] του <i>αFείδω</i>. Τέλος ο τ. [[αυδή]] συσχετίζεται με αρκετούς τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών, που ανάγονται στη [[ρίζα]] <i>wed</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vadati</i> «μιλάω» με τη μτχ. <i>ud</i>-<i>ita</i> (<span style="color: red;"><</span> ασθενή [[βαθμίδα]] <i>ud</i>-), λιθ. <i>vadinu</i> «[[καλώ]], [[ονομάζω]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αυδάζομαι]], [[αυδήεις]], [[αυδώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[άναυδος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έναυδος]]]. | |mltxt=[[αὐδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ομιλία]], ανθρώπινη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για το [[τόξο]], τη [[σάλπιγγα]], τον τζίτζικα) [[ήχος]], [[τριγμός]], [[κλαγγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]]<br /><b>4.</b> [[άσμα]], ωδή<br /><b>5.</b> [[φωνή]] του θεού, [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυδή]] (βασική [[σημασία]] «ανθρώπινη [[φωνή]]»), που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, χρησιμοποιείται κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[φωνή]] (λ. που [[επίσης]] αναφέρεται στη [[φωνή]] των ζώων) και <i>φθόγγο</i>. Ο τ. <i>αυδ</i>-<i>ή</i> αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ινδοευρ. ρίζας <i>a</i>-<i>wed</i>- / -<i>wed</i>- «[[μιλώ]], [[τραγουδώ]]» (ο [[τύπος]] <i>α</i>-<i>wed</i>- επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>wed</i>- με <i>α</i>- προθεματικό). Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] έχουν [[επίσης]] σχηματιστεί οι τύποι [[αηδών]] (στην εκτεταμένη [[μορφή]] <i>αFηδ</i>-), το <i>α</i>(<i>F</i>)[[είδω]], πιθ. το β' συνθετικό του κυρίου ονόματος <i>Ησίοδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ίημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>Foδ</i><i>ā</i>, <i>Fοδή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>wod</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wed</i>-) και, [[τέλος]], τα <i>ύδη</i>, [[υδέω]], <i>ύδω</i>, <i>ύδης</i> (<span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ud</i>-). Η [[ερμηνεία]] των «<i>γλωσσών</i>» του Ησυχίου «<i>γοδόν</i><br /><i>γόητα</i>» και «<i>γοδάν</i><br /><i>κλαίειν</i>» αντίστοιχα ως <i>Foδόv</i> και <i>Foδάν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>wod</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Foδ</i><i>ā</i>) δεν [[είναι]] [[καθολικά]] αποδεκτή. Επιχειρήθηκε [[ακόμη]] η [[ερμηνεία]] της σχέσεως [[αυδή]] - [[αείδω]] με [[βάση]] τη λαρυγγική [[θεωρία]], σύμφωνα με την οποία, και [[κατά]] το [[πρότυπο]] <i>αυγ</i>- / <i>αFεγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αύξω]], <i>aFέξω</i>), [[αυδή]] <span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2</sub><i>eu</i>-<i>d</i>- και <i>aFέδω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2</sub><i>u</i>-<i>ed</i>-. Η [[υπόθεση]] αυτή προκαλεί δυσχέρειες σχετικά με την [[ερμηνεία]] του <i>αFείδω</i>. Τέλος ο τ. [[αυδή]] συσχετίζεται με αρκετούς τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών, που ανάγονται στη [[ρίζα]] <i>wed</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vadati</i> «μιλάω» με τη μτχ. <i>ud</i>-<i>ita</i> (<span style="color: red;"><</span> ασθενή [[βαθμίδα]] <i>ud</i>-), λιθ. <i>vadinu</i> «[[καλώ]], [[ονομάζω]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αυδάζομαι]], [[αυδήεις]], [[αυδώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[άναυδος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έναυδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐδή:''' Δωρ. [[αὐδά]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρώπινη [[φωνή]], [[ομιλία]], αντίθ. προς το [[ὀμφή]] (η θεϊκή [[φωνή]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] ή [[οξύς]] [[ήχος]] του νεύρου του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη [[σάλπιγγα]], σε Ευρ.· λέγεται για το [[τζιτζίκι]] ([[τέττιξ]]), σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[φήμη]], [[λόγος]], [[φήμη]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χρησμός]], στον ίδ. | |||
}} | }} |