Anonymous

ἀσύνθετος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύνθετος]], -ον, Α και ἀξύνθ-) [[συντίθημι]]<br />ο μη [[σύνθετος]], ο [[απλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου δεν έχουν συντεθεί τα [[μέλη]] ώστε ν' αποτελέσει [[ολότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να συντεθεί με άλλον<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει στοιχειοθετηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν περιορίζεται από [[καμιά]] [[συνθήκη]], ο [[αδίστακτος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]], [[ασταθής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύνθετος]], -ον, Α και ἀξύνθ-) [[συντίθημι]]<br />ο μη [[σύνθετος]], ο [[απλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου δεν έχουν συντεθεί τα [[μέλη]] ώστε ν' αποτελέσει [[ολότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να συντεθεί με άλλον<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει στοιχειοθετηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν περιορίζεται από [[καμιά]] [[συνθήκη]], ο [[αδίστακτος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]], [[ασταθής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύνθετος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύνθετος]], -ον·<br /><b class="num">I.</b> ([[συντίθημι]]) μη [[σύνθετος]], [[απλός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>συντίθεμαι</i>) αυτός που δεν περιορίζεται από [[καμιά]] [[συνθήκη]], [[ατίθασος]], ανέντιμος, σε Δημ., Κ.Δ.
}}
}}