Anonymous

αὐτόστονος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγάστονος]], [[βαρύστονος]])].
|mltxt=[[αὐτόστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγάστονος]], [[βαρύστονος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.
}}
}}