Anonymous

ἀφρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφρίζω]], Α και ἄφρω, -έω)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] ή έχω αφρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και ζώα) [[βγάζω]] αφρούς από το [[στόμα]], [[συνήθως]] από [[οργή]] ή [[λύσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ.
|mltxt=(AM [[ἀφρίζω]], Α και ἄφρω, -έω)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] ή έχω αφρούς<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και ζώα) [[βγάζω]] αφρούς από το [[στόμα]], [[συνήθως]] από [[οργή]] ή [[λύσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργίζομαι, [[θυμώνω]] πολύ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἀφρός]]), [[αφρίζω]], σε Σοφ.
}}
}}