Anonymous

ἄρρητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρρητος]], -ον)<br />ο [[ανέκφραστος]], ο [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>άρρητα</i>-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίγραπτος]], ο [[φριχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ρητός]] <span style="color: red;"><</span> [[είρω]] (II) «λέω, [[μιλώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀρρητολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρρητοποιώ]], [[αρρητουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρρητοτόκος]], [[αρρητοτρόπως]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρρητος]], -ον)<br />ο [[ανέκφραστος]], ο [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>άρρητα</i>-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίγραπτος]], ο [[φριχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ρητός]] <span style="color: red;"><</span> [[είρω]] (II) «λέω, [[μιλώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀρρητολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρρητοποιώ]], [[αρρητουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρρητοτόκος]], [[αρρητοτρόπως]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρρητος:''' -ον και -η, -ον·<br /><b class="num">I.</b> [[άφατος]], [[ανείπωτος]], Λατ. [[indictus]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις λόγοις</i>, όχι [[χωρίς]] προηγούμενη [[ειδοποίηση]] από εμένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που δεν πρέπει να ειπωθεί,565 αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, λέγεται για τα απόκρυφα μυστήρια, [[άδηλος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>διδακτά τε ἄρρητά τ'</i>, δηλ. πράγματα απόκρυφα και ιερά, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αθέμιτος]], [[ανόσιος]], [[φρικτός]], Λατ. [[nefandus]], στον ίδ., Ευρ.· <i>ἄρρητ' ἀρρήτων</i>, πράγματα ακατανόμαστα, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επαίσχυντος]], αυτός που είναι [[ντροπή]] να αναφέρεται, στον ίδ.· <i>ῥητὰ καὶ ἄρρητα</i>, "dicenda tacenda", σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> μαθημ., <i>ἄρρητα</i>, άρρητα ποσά, τα [[άνευ]] λόγου, σε Πλάτ.
}}
}}