Anonymous

ἀφραδής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφραδής]], -ές (Α) [[φράζω]]<br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[αστόχαστος]]<br /><b>2.</b> (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται [[τίποτε]], ο [[αναίσθητος]].
|mltxt=[[ἀφραδής]], -ές (Α) [[φράζω]]<br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[αστόχαστος]]<br /><b>2.</b> (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται [[τίποτε]], ο [[αναίσθητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[αναίσθητος]], [[απερίσκεπτος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τους νεκρούς, [[αναίσθητος]], [[άψυχος]], στο ίδ.· επίρρ. [[ἀφραδέως]], ανόητα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}