Anonymous

ἀφῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφῆλιξ]] (-ικος),ο, η και ἀφήλικος, -ον (AM)<br />ο [[ανήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ηλικιωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «[[συνομήλικος]]»].
|mltxt=[[ἀφῆλιξ]] (-ικος),ο, η και ἀφήλικος, -ον (AM)<br />ο [[ανήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ηλικιωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «[[συνομήλικος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφῆλιξ:''' Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται πέρα από τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ἀπηλικέστερος</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}