Anonymous

ἀχάλκωτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχάλκωτος]], -ον) [[[χαλκώ]] (-<i>όω</i>)]<br />αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] χρήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλκωτος:''' -ον ([[χαλκόω]]), μη [[χάλκινος]], αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.
}}
}}