Anonymous

ἀτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτράχηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τράχηλο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κοντό]] και χοντρό τράχηλο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτράχηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τράχηλο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κοντό]] και χοντρό τράχηλο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτράχηλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει λαιμό, σε Ανθ.
}}
}}