Anonymous

ἀτάσθαλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτάσθαλος]], -ον)<br />[[απρεπής]], [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθάδης]], [[αλαζονικός]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα [[άποψη]] ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. <i>άτη</i>. Δηλ. [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>άτας</i> (αιτ. πληθ.) <span style="color: red;">+</span> <i>θάλλων</i> «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]]: [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>άτας</i> <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[θάλος]], που συνδέεται με γοτθ. <i>dwals</i> «[[μωρός]]». Η [[παρουσία]] όμως μακρού <i>α</i> στο <i>άτη</i> δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η [[μαρτυρία]] της λ. <i>άτη</i> με <i>α</i> βραχύ στον Αρχίλοχο [[είναι]] [[μάλλον]] εσφαλμένη ή [[υστερογενής]] [[διόρθωση]]. Υπάρχει [[ακόμη]] η [[εξίσου]] αμφίβολη [[άποψη]] πως η λ. προέρχεται από <i>άτασθος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αλος</i>, με [[μετάθεση]] της δασύτητας [[αντί]] <i>ά</i>-<i>θαρστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>άdhţsta</i>- «[[ακαταμάχητος]], [[ασυναγώνιστος]]»), που συνδέεται με τα [[θάρσος]], [[θρασύς]] κ.ά.].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτάσθαλος]], -ον)<br />[[απρεπής]], [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθάδης]], [[αλαζονικός]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα [[άποψη]] ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. <i>άτη</i>. Δηλ. [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>άτας</i> (αιτ. πληθ.) <span style="color: red;">+</span> <i>θάλλων</i> «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]]: [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>άτας</i> <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[θάλος]], που συνδέεται με γοτθ. <i>dwals</i> «[[μωρός]]». Η [[παρουσία]] όμως μακρού <i>α</i> στο <i>άτη</i> δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η [[μαρτυρία]] της λ. <i>άτη</i> με <i>α</i> βραχύ στον Αρχίλοχο [[είναι]] [[μάλλον]] εσφαλμένη ή [[υστερογενής]] [[διόρθωση]]. Υπάρχει [[ακόμη]] η [[εξίσου]] αμφίβολη [[άποψη]] πως η λ. προέρχεται από <i>άτασθος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αλος</i>, με [[μετάθεση]] της δασύτητας [[αντί]] <i>ά</i>-<i>θαρστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>άdhţsta</i>- «[[ακαταμάχητος]], [[ασυναγώνιστος]]»), που συνδέεται με τα [[θάρσος]], [[θρασύς]] κ.ά.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάσθᾰλος:''' [ᾰτ], -ον ([[ἄτη]], παρόλο που το <i>α δεν</i> συμφωνεί στην [[ποσότητα]]), [[αλαζόνας]], [[απερίσκεπτος]], [[υπερόπτης]], σε Όμηρ., Ηρόδ.
}}
}}