Anonymous

ἀποψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποψεύδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] εντελώς ψευδές<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαψεύδομαι σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀποψεύδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] εντελώς ψευδές<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαψεύδομαι σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποψεύδομαι:''' Παθ., διαψεύδομαι εντελώς από [[κάτι]], εξαπατώμαι, [[σφάλλω]], [[αποτυγχάνω]] σε, με γεν., σε Πλούτ.
}}
}}