Anonymous

αὐτοσφαγής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοσφαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που σφάχτηκε [[μόνος]] του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]] &GT; (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσφαγής]])].
|mltxt=[[αὐτοσφαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που σφάχτηκε [[μόνος]] του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]] &GT; (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσφαγής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσφᾰγής:''' -ές ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}