3,273,735
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[βάσκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[κακός]], [[κακεντρεχής]], που έχει [[κακό]] [[μάτι]] («[[βάσκανος]] [[μοίρα]]»)<br /><b>2.</b> (για μάτια) αυτός που φέρνει [[βασκανία]], που ματιάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κακολόγος]], [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> [[συκοφάντης]], διαβολεύς<br /><b>3.</b> [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχθηκε ότι η λ. [[βάσκανος]] αποτελεί ρηματικό όνομα του [[βάσκω]] «[[λέγω]], [[κακολογώ]]» (<b>Ησύχ.</b>), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο [[βάζω]] (III) «[[λέγω]], [[μιλώ]]». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «[[κακολογώ]]» του ρ. [[βάσκω]] να έχει προέλθει από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βάσκανος]]. Τέλος, εάν η λ. [[βάσκανος]] χρησιμοποιόταν στη [[μαγεία]], [[τότε]] προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των [[φημί]], [[φάσκω]], λατ. <i>for</i> (ινδοευρ. <i>bh</i><i>ā</i> «[[μιλώ]]»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία [[σχέση]] [[μεταξύ]] του ελλ. τ. και του λατ. <i>fascinus</i>, -<i>i</i> (ή <i>fascinum</i>, -<i>i</i>), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]]», [[γιατί]] σχετιζόταν με μία μαγική [[τελετή]], [[κατά]] την οποία δενόταν [[σφιχτά]] το [[θύμα]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[βάσκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[κακός]], [[κακεντρεχής]], που έχει [[κακό]] [[μάτι]] («[[βάσκανος]] [[μοίρα]]»)<br /><b>2.</b> (για μάτια) αυτός που φέρνει [[βασκανία]], που ματιάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κακολόγος]], [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> [[συκοφάντης]], διαβολεύς<br /><b>3.</b> [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχθηκε ότι η λ. [[βάσκανος]] αποτελεί ρηματικό όνομα του [[βάσκω]] «[[λέγω]], [[κακολογώ]]» (<b>Ησύχ.</b>), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο [[βάζω]] (III) «[[λέγω]], [[μιλώ]]». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «[[κακολογώ]]» του ρ. [[βάσκω]] να έχει προέλθει από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βάσκανος]]. Τέλος, εάν η λ. [[βάσκανος]] χρησιμοποιόταν στη [[μαγεία]], [[τότε]] προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των [[φημί]], [[φάσκω]], λατ. <i>for</i> (ινδοευρ. <i>bh</i><i>ā</i> «[[μιλώ]]»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία [[σχέση]] [[μεταξύ]] του ελλ. τ. και του λατ. <i>fascinus</i>, -<i>i</i> (ή <i>fascinum</i>, -<i>i</i>), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]]», [[γιατί]] σχετιζόταν με μία μαγική [[τελετή]], [[κατά]] την οποία δενόταν [[σφιχτά]] το [[θύμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάσκᾰνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μαγεύει, [[μοχθηρός]], δυσφημιστικός, [[κακόβουλος]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[κακολόγος]], [[υβριστής]], [[πλανευτής]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μάγος]], [[γόης]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |