Anonymous

βαφικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βαφικός]], -ή, -όν) [[βαφή]]<br />ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί στη [[βαφή]], ως [[χρωστική]] [[ουσία]] («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βαφικά</i>, <i>τα</i><br />τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο [[ηθοποιός]] [[πριν]] απ' την [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ βαφική</i><br />η [[τέχνη]] του βαφιά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βαφικόν</i>, <i>το</i><br />το ινδικόν, το [[λουλάκι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βίβλοι βαφικαί» — βιβλία των αλχημιστών σχετικά με την [[επιχρύσωση]] και την [[επαργύρωση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βαφικός]], -ή, -όν) [[βαφή]]<br />ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί στη [[βαφή]], ως [[χρωστική]] [[ουσία]] («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βαφικά</i>, <i>τα</i><br />τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο [[ηθοποιός]] [[πριν]] απ' την [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ βαφική</i><br />η [[τέχνη]] του βαφιά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βαφικόν</i>, <i>το</i><br />το ινδικόν, το [[λουλάκι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βίβλοι βαφικαί» — βιβλία των αλχημιστών σχετικά με την [[επιχρύσωση]] και την [[επαργύρωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰφικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] προς [[βαφή]], σε Λουκ.
}}
}}