3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM [[βάρος]])<br /><b>1.</b> [[φόρτωμα]]<br /><b>2.</b> δυσάρεστο [[αίσθημα]]<br /><b>3.</b> οικονομική [[υποχρέωση]]<br /><b>4.</b> [[βαρύτητα]], [[αξία]]<br /><b>5.</b> [[πίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> [[θλίψη]], [[λύπη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχή]]<br /><b>2.</b> αυστηρή [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η βαρυτική [[δύναμη]], η [[έλξη]] που ασκείται σ' ένα [[σώμα]] λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος [[μεγάλης]] μάζας, όπως [[είναι]] η Γη<br /><b>2.</b> ορισμένη [[συμπεριφορά]] που επιβάλλεται σε κάποιον με [[σύμβαση]] ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με [[αγωγή]] [[αλλά]] που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ειδικό [[βάρος]]» — όρος που δηλώνει το [[βάρος]] μία ουσίας ανά [[μονάδα]] όγκου<br /><b>4.</b> «[[βάρος]] απόδειξης» — η [[υποχρέωση]] των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους<br /><b>5.</b> «[[άρση]] βαρών» — [[άθλημα]] στο οποίο ο [[αθλητής]] ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα [[άκρα]] της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όγκος, [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πλούτος]]<br /><b>3.</b> [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[σφοδρότητα]], η [[βιαιότητα]]<br /><b>5.</b> η [[ένταση]] του τόνου των λέξεων<br /><b>6.</b> η [[βαρύτητα]] του τόνου στη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] το επίθ. [[βαρύς]] υπάρχει το ουσ. [[βάρος]], το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i> «[[βαρύς]]» ([[αντί]] [[βέρος]]), αναλογικά [[προς]] το [[βαρύς]] και [[κατά]] το [[πρότυπο]] άλλων ζευγών λέξεων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαρσος</i>-[[θαρσύς]]). Ως απλή απαντά η λ. αρχικά στον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε και ως β' συνθετικό πολλών επιθέτων της αρχαίας και λιγότερων της [[νέας]] Ελληνικής με τη [[μορφή]] -<i>βαρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρύλλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαρίδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[βαρογράφος]] [[βαροδέκτης]], [[βαρόμετρο]], <i>βαροσκόπιο</i>, <i>βάροσμος</i><br />(Β' συνθετικό) [[αβαρής]], [[ανισοβαρής]], [[ανομοιοβαρής]], [[ετεροβαρής]], [[ισοβαρής]], [[οινοβαρής]], [[ολιγοβαρής]], [[ομοιοβαρής]], [[υπερβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αιμοβαρής</i>, <i>αμφιβαρής</i>, <i>ανδροβαρής</i>, <i>βυσσοβαρής</i>, [[γαστροβαρής]], [[γυιοβαρής]], [[δουριβαρής]], [[επιβαρής]], [[θυμοβαρής]], [[καταβαρής]], [[καρηβαρής]], [[κεφαλοβαρής]], [[νεκροβαρής]], [[νοσοβαρής]], <i>οξειοβαρής</i>, <i>οξοβαρής</i>, [[οπισθοβαρής]], [[παντοβαρής]], [[στερροβαρής]], [[τετραβαρής]], [[φλοιοβαρής]], [[χαλκοβαρής]], [[χειροβαρής]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]], <i>εμπροσθοβαρής</i>, [[κεντροβαρής]], [[λιποβαρής]], [[μεικτοβαρής]]]. | |mltxt=το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM [[βάρος]])<br /><b>1.</b> [[φόρτωμα]]<br /><b>2.</b> δυσάρεστο [[αίσθημα]]<br /><b>3.</b> οικονομική [[υποχρέωση]]<br /><b>4.</b> [[βαρύτητα]], [[αξία]]<br /><b>5.</b> [[πίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> [[θλίψη]], [[λύπη]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχή]]<br /><b>2.</b> αυστηρή [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[αρρώστια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η βαρυτική [[δύναμη]], η [[έλξη]] που ασκείται σ' ένα [[σώμα]] λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος [[μεγάλης]] μάζας, όπως [[είναι]] η Γη<br /><b>2.</b> ορισμένη [[συμπεριφορά]] που επιβάλλεται σε κάποιον με [[σύμβαση]] ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με [[αγωγή]] [[αλλά]] που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ειδικό [[βάρος]]» — όρος που δηλώνει το [[βάρος]] μία ουσίας ανά [[μονάδα]] όγκου<br /><b>4.</b> «[[βάρος]] απόδειξης» — η [[υποχρέωση]] των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους<br /><b>5.</b> «[[άρση]] βαρών» — [[άθλημα]] στο οποίο ο [[αθλητής]] ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα [[άκρα]] της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όγκος, [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πλούτος]]<br /><b>3.</b> [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[σφοδρότητα]], η [[βιαιότητα]]<br /><b>5.</b> η [[ένταση]] του τόνου των λέξεων<br /><b>6.</b> η [[βαρύτητα]] του τόνου στη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] το επίθ. [[βαρύς]] υπάρχει το ουσ. [[βάρος]], το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i> «[[βαρύς]]» ([[αντί]] [[βέρος]]), αναλογικά [[προς]] το [[βαρύς]] και [[κατά]] το [[πρότυπο]] άλλων ζευγών λέξεων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαρσος</i>-[[θαρσύς]]). Ως απλή απαντά η λ. αρχικά στον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε και ως β' συνθετικό πολλών επιθέτων της αρχαίας και λιγότερων της [[νέας]] Ελληνικής με τη [[μορφή]] -<i>βαρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαρύλλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαρίδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[βαρογράφος]] [[βαροδέκτης]], [[βαρόμετρο]], <i>βαροσκόπιο</i>, <i>βάροσμος</i><br />(Β' συνθετικό) [[αβαρής]], [[ανισοβαρής]], [[ανομοιοβαρής]], [[ετεροβαρής]], [[ισοβαρής]], [[οινοβαρής]], [[ολιγοβαρής]], [[ομοιοβαρής]], [[υπερβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αιμοβαρής</i>, <i>αμφιβαρής</i>, <i>ανδροβαρής</i>, <i>βυσσοβαρής</i>, [[γαστροβαρής]], [[γυιοβαρής]], [[δουριβαρής]], [[επιβαρής]], [[θυμοβαρής]], [[καταβαρής]], [[καρηβαρής]], [[κεφαλοβαρής]], [[νεκροβαρής]], [[νοσοβαρής]], <i>οξειοβαρής</i>, <i>οξοβαρής</i>, [[οπισθοβαρής]], [[παντοβαρής]], [[στερροβαρής]], [[τετραβαρής]], [[φλοιοβαρής]], [[χαλκοβαρής]], [[χειροβαρής]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]], <i>εμπροσθοβαρής</i>, [[κεντροβαρής]], [[λιποβαρής]], [[μεικτοβαρής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάρος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[βαρύς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βάρος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βάρος]], φορτίο, [[φόρτωμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[βαρύ]] φορτίο· [[βάρος]] πημονῆς, <i>συμφορᾶς</i>, σε Σοφ.· ακολούθως λέγεται για τη [[θλίψη]], τη [[μιζέρια]], την [[κατάθλιψη]], σε Αισχύλ.· [[βάρος]] ἔχειν, σε Αριστ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αφθονία]]· [[βάρος]] πλούτου, <i>ὄλβου</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |