Anonymous

βλάστη: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλάστη]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βλάσται πατρός» — τα [[παιδιά]] που γεννήθηκαν από έναν [[πατέρα]]<br />β) «βλάσται παιδός» — η [[μέρα]] της γέννησης του παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[βλαστάνω]].
|mltxt=[[βλάστη]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βλάσται πατρός» — τα [[παιδιά]] που γεννήθηκαν από έναν [[πατέρα]]<br />β) «βλάσται παιδός» — η [[μέρα]] της γέννησης του παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[βλαστάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλάστη:''' ἡ=[[βλαστός]], σε Πλάτ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> [[πετραία]] [[βλάστη]], [[πέτρα]], [[βράχος]] που αναφύεται, που αυξάνεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[παιδιά]], <i>βλάσται πατρός</i>, γεννήματα του [[πατέρα]], στον ίδ.· <i>παιδὸς βλάσται</i>, [[γέννηση]] και [[ανάπτυξη]] του παιδιού, στον ίδ.
}}
}}