Anonymous

βάλανος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βάλανος]])<br /><b>1.</b> το [[άκρο]], το [[κεφάλι]] του πέους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της βαλανιδιάς, βαλανίδι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]] ή [[κομμάτι]] από [[σίδερο]] το οποίο περνούσε [[μέσα]] από την [[τρύπα]] του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην [[παραστάδα]]<br /><b>3.</b> η καθαρτική [[βάλανος]], «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>wo</sup><i>l</i>-<i>ә</i><i>no</i>-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>kαtin</i> (γεν. <i>kαtnoy</i>) με διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>eno</i>- [[έναντι]] του ελλ. -<i>∂ηο</i> (-<i>ņmo</i>-) [[καθώς]] και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από [[άλλη]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-»[[βαλανιδιά]]»), λατ. <i>gl</i><i>ā</i><i>ns</i>, (-<i>ndis</i>), αρχ. σλαβ. <i>želodĭ</i>, αλβ. <i>lend</i> και —με [[απόκλιση]] στον σχηματισμό— λιθ. <i>ğilė</i>. Η [[υπόθεση]] συσχετισμού αυτών των λέξεων με το [[βάλλω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαλανίδιον]], [[βαλανίζω]], [[βαλανίς]], [[βαλανώ]], [[βαλανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βαλάνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαλανάγρα]], [[βαλανηφάγος]], [[βαλανηφόρος]], [[βαλανοδόκη]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> αγριοβάλανος, αντιβάλανος, [[διοσβάλανος]], [[δρυοβάλανος]], [[μονοβάλανος]], [[μυροβάλανος]], [[πεντεβάλανος]], [[πρινοβάλανος]], [[φοινικοβάλανος]], [[χαμαιβάλανος]], [[χρυσοβάλανος]]].
|mltxt=η (AM [[βάλανος]])<br /><b>1.</b> το [[άκρο]], το [[κεφάλι]] του πέους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της βαλανιδιάς, βαλανίδι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]] ή [[κομμάτι]] από [[σίδερο]] το οποίο περνούσε [[μέσα]] από την [[τρύπα]] του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην [[παραστάδα]]<br /><b>3.</b> η καθαρτική [[βάλανος]], «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>wo</sup><i>l</i>-<i>ә</i><i>no</i>-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>kαtin</i> (γεν. <i>kαtnoy</i>) με διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>eno</i>- [[έναντι]] του ελλ. -<i>∂ηο</i> (-<i>ņmo</i>-) [[καθώς]] και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από [[άλλη]] [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>el</i>-»[[βαλανιδιά]]»), λατ. <i>gl</i><i>ā</i><i>ns</i>, (-<i>ndis</i>), αρχ. σλαβ. <i>želodĭ</i>, αλβ. <i>lend</i> και —με [[απόκλιση]] στον σχηματισμό— λιθ. <i>ğilė</i>. Η [[υπόθεση]] συσχετισμού αυτών των λέξεων με το [[βάλλω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαλανίδιον]], [[βαλανίζω]], [[βαλανίς]], [[βαλανώ]], [[βαλανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βαλάνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βαλανάγρα]], [[βαλανηφάγος]], [[βαλανηφόρος]], [[βαλανοδόκη]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> αγριοβάλανος, αντιβάλανος, [[διοσβάλανος]], [[δρυοβάλανος]], [[μονοβάλανος]], [[μυροβάλανος]], [[πεντεβάλανος]], [[πρινοβάλανος]], [[φοινικοβάλανος]], [[χαμαιβάλανος]], [[χρυσοβάλανος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάλᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[βελανίδι]], Λατ. [[glans]], [[φρούτο]], [[καρπός]] του φυτού «[[φηγός]]», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· οποιοδήποτε παρόμοιο με το [[βελανίδι]] [[φρούτο]], [[χουρμάς]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από την [[ομοιότητα]] του σχήματος), σιδερένια [[σφήνα]], [[σύρτης]], [[μάνταλο]], Λατ. [[pessulus]], το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (<i>μόχλος</i>) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο [[μοχλός]] να μην κινείται [[μέχρι]] να τραβηχτεί ο [[σύρτης]] με ένα [[κλειδί]] ή γάντζο (βλ. [[βαλανάγρα]]), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}